- εντοίχιος
- -α, -ο (Α ἐντοίχιος, -ον)αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος στον τοίχο («εντοίχια ψηφιδωτά»)αρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐντοίχιαεπιγραφές τοίχων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντοίχιος — on the walls masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοίχιον — ἐντοίχιος on the walls masc/fem acc sg ἐντοίχιος on the walls neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοίχια — ἐντοίχιος on the walls neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοίχιοι — ἐντοίχιος on the walls masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)